χαιτόγναθα

χαιτόγναθα
τα, και παλ. τ. χαιτόγναθοι, οι, Ν
ζωολ. ελάσσον φύλο θαλάσσιων πλαγκτονικών ασπονδύλων, που αποτελείται από 7 αρτίγονα γένη και 70, περίπου, είδη, με χαρακτηριστικό, ευθύγραμμο σαν βέλος, σκωληκόμορφο σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chaetognatha < χαίτη + γνάθος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σαΐτα — και σαΐττα και σαγίτ(τ)α, η, ΝΜ βέλος τόξου νεοελλ. 1. απομίμηση βέλους που κατασκευάζουν τα παιδιά με κομμάτι διπλωμένου χαρτιού και το οποίο ρίχνουν μακριά με τα χέρια τους ως παιχνίδι 2. υφαντικό εργαλείο με το οποίο περνιέται το υφάδι μέσα… …   Dictionary of Greek

  • χαιτόγναθοι — οι, Ν ζωολ. (παλ. τ.) βλ. χαιτόγναθα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”